-
1 πλησμονάς
-
2 πλησμονᾶς
-
3 πλησμονάς
πλησμονά̱ς, πλησμονήa being filled: fem acc pl -
4 πλησμονή
πλησμονή, ἡ, Anfüllung, Fülle, Ueberfluß, Sättigung; Ar. Plut. 189; im plur., Eur. Troad. 1211; in Prosa: πλησμονὴ γίγνοιτο τῆς συνουσίας, Plat. Couv. 141 c, u. öfter; Gegensatz ἔνδεια, Rep. IX, 571 e, κένωσις, Conv. 186 c; ἁπάντων, Isocr. 1, 20; τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾷν, 1, 46; Xen. Mem. 3, 11, 14 u. öfter, u. Sp., bes. von Uebersättigung mit Speise, Pol. 2, 19, 4; ἡ ἀπό τινος πλ., Luc. Nigr. 33.
-
5 πλησμονη
ἥ1) наполнение(π. καὴ κένωσις Plat.)
2) насыщение, удовлетворение(π. τινος и περί τι Plat.; τῆς σαρκός NT.)
3) пресыщение(μήτε ἔνδεια μήτε π. Plat.)
ἐς πλησμονάς Eur. — до пресыщения -
6 πλησμονή
πλησμον-ή, ἡ,A a being filled, satiety, opp. ἔνδεια, κένωσις, Pl.R. 571e, Smp. 186c; esp. with food, repletion, surfeit, Hp.Aph.2.4;οὔτε π. οὔτε μέθη X.Cyr.4.2.40
, cf. Phld.Mus.p.62K.;ἐς πλησμονάς E.Tr. 1211
;ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ Id.Fr. 895
;ἐσθίειν εἰς π. LXXEx.16.3
: c. gen.,τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. Ar.Pl. 189
, cf. Isoc.1.20;π. ὑγροῦ Hp.Aph.7.62
;τιμῆς τε καὶ νίκης Pl.R. 586d
, etc.; alsoπ. περί τι Id.Lg. 837c
;π. ἀπό τινος Luc.Nigr.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλησμονή
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский